Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

η κωπηλασία

См. также в других словарях:

  • κωπηλασία — κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc/acc dual κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίᾳ — κωπηλασίᾱͅ , κωπηλασία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… …   Dictionary of Greek

  • κωπηλασία — η τράβηγμα του κουπιού, κίνηση πλοίου με τα κουπιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κωπηλασίας — κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem acc pl κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίαν — κωπηλασίᾱν , κωπηλασία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίαις — κωπηλασία rowing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωπηλασίη — κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… …   Dictionary of Greek

  • υπειρεσία — ἡ, Α κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰρεσία «κωπηλασία». Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] …   Dictionary of Greek

  • φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»