-
1 κωπηλασια
-
2 κωπηλασία
η гребля, гребной спорт
См. также в других словарях:
κωπηλασία — κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc/acc dual κωπηλασίᾱ , κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίᾳ — κωπηλασίᾱͅ , κωπηλασία rowing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασία ή λεμβοδρομία — Η μέθοδος πρόωσης ενός σκάφους στην επιφάνεια του νερού μόνο με τη μυϊκή δύναμη και τη βοήθεια ενός ή περισσότερων κουπιών ως μοχλών και το αντίστοιχο ναυτικό άθλημα, το οποίο διεξάγεται με ειδικά σκάφη και με έναν ή περισσότερους κωπηλάτες… … Dictionary of Greek
κωπηλασία — η τράβηγμα του κουπιού, κίνηση πλοίου με τα κουπιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κωπηλασίας — κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem acc pl κωπηλασίᾱς , κωπηλασία rowing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαν — κωπηλασίᾱν , κωπηλασία rowing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίαις — κωπηλασία rowing fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωπηλασίη — κωπηλασία rowing fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηπηλασία — η (Α κωπηλασία) [κωπηλάτης] 1. το τράβηγμα τού κουπιού 2. η προώθηση τού σκάφους πάνω στην επιφάνεια τού νερού με κατάλληλους χειρισμούς τών κουπιών («τὸν τῆς κωπηλασίας πόνον», Ιωάνν. Χρυσ.) νεοελλ. 1. είδος αθλήματος με κωπήλατες λέμβους 2.… … Dictionary of Greek
υπειρεσία — ἡ, Α κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + εἰρεσία «κωπηλασία». Πρόκειται για αμφβλ. γρφ.] … Dictionary of Greek
φιλήρετμος — ον, Α (κυρίως για τους Φαίακες) αυτός που αγαπά τα κουπιά, την κωπηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐρετμός «κουπί, κωπηλασία» (πρβλ. ἰσ ήρετμος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek